κατώρθωται

κατώρθωται
κατορθόω
set upright
perf ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ακριβεύω — (Α ἀκριβεύω) [ἀκριβής] χρησιμοποιώ κάτι όπως και όταν πρέπει, ακριβολογώ νεοελλ. ακριβαίνω* αρχ. ομαι 1. είμαι ακριβής 2. εξετάζω, ερευνώ προσεκτικά «ἠκριβεύετο παρ’ αὐτοῡ τὶ τῶν καλῶν αὐτῷ κατώρθωται πώποτε» (Παλλάδιος 1164 c) 3. οδηγούμαι από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”